βιγλάτορας

βιγλάτορας
ο (Μ βιγλάτωρ)
σκοπός, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vigilator].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιγλάτορας — ο ο σκοπός, ο φρουρός, ο φύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”